σύρριζον — σύρριζος joined to the root masc/fem acc sg σύρριζος joined to the root neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύρριζοι — σύρριζος joined to the root masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ολόρριζος — η, ο (Α ὁλόρριζος, ον) αυτός που έχει όλη του τη ρίζα, σύρριζος αρχ. φρ. «ὁλόρριζοι ἀπολοῡνται» θα ξεκληριστούν. επίρρ... ολορρίζως και ολόρριζα (ΑΜ ὁλορρίζως) με όλη τη ρίζα, σύρριζα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο) * + ρριζος (< ῥίζα), πρβλ. πολύ… … Dictionary of Greek
πρόρριζος — η, ο / πρόρριζος, ον, ΝΑ 1. (για φυτά) αυτός που αποσπάστηκε μαζί με τη ρίζα του, σύρριζος 2. μτφ. αυτός που εκδιώχθηκε ολοκληρωτικά από κάπου (α. «ο μικρασιατικός ελληνισμός πρόρριζος αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη γενέτειρά του» β. «Ζεύς σε...… … Dictionary of Greek
ρίζα — η / ῥίζα, ΝΑ, και ιων. τ. ῥίζη και αιολ. τ. βρίζα Α 1. βοτ. το κατά κανόνα υπόγειο τμήμα τού σώματος ενός φυτού, κύριες λειτουργίες τού οποίου είναι η στήριξη τού φυτού, η πρόσληψη από το έδαφος νερού και των διαλυμένων σ αυτό ανόργανων αλάτων,… … Dictionary of Greek
συρριζούμαι — όομαι, και σπαν. ενεργ. συρριζῶ, όω, ΜΑ [συρριζος] (κυριολ. και μτφ.) ενισχύομαι με στερεές ρίζες («οὗτος ὁ φόβος συρριζωθεὶς μεγάλα ἐργάζεται ἀγαθά», Ιωάνν. Χρυσ.) αρχ. 1. έχω ενωμένες τις ρίζες με κάποιον 2. ενεργ. μτφ. α) εμφυτεύω β)… … Dictionary of Greek